Ελληνικο Λεξικο

Αγγλικο Λεξικο

Έλεγχοι Κεφαλαίων / Κεφαλαιακοί Περιορισμοί (capital controls)

Έλεγχοι κεφαλαίων / κεφαλαιακοί περιορισμοί (capital controls) είναι ένα οικονομικό μέτρο που λαμβάνεται από την κυβέρνηση ή την κεντρική τράπεζα μιας χώρας, με σκοπό να περιορίσει τις εισροές και εκροές κεφαλαίων μέσα, από και προς την εγχώρια οικονομία όπως αυτές καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς.

Επίσης ο έλεγχος κεφαλαίων σαν κυβερνητική πολιτική μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα των κατοίκων μιας χώρας στην απόκτηση ξένων περιουσιακών στοιχείων (εκροή εγχώριων κεφαλαίων ) και/ή τον περιορισμό αλλοδαπών για την αγορά εγχώριων περιουσιακών στοιχείων (εισροή ξένων κεφαλαίων).

Τριγωνικές Συναλλαγές (triangular transactions)

Τριγωνικές συναλλαγές είναι μία διαδικασία με την οποία πολυεθνικές επιχειρήσεις και επιχειρηματικές μονάδες προβαίνουν σε αγοραπωλησίες προϊόντων και παροχή υπηρεσιών μεταξύ τους, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους, μέσω της μεταβιβαστικής τιμολόγησης.

Οι τριγωνικές συναλλαγές δεν είναι παράνομες σαν πράξεις (φοροδιαφυγή), αλλά καθίστανται παράνομες όταν χρησιμοποιούνται στις ενδοεταιρικές συναλλαγές με απώτερο σκοπό τη φοροαποφυγή και την απόκρυψη φορολογητέου εισοδήματος. Αυτό συμβάλλει είτε στην πληρωμή ελάχιστου εταιρικού φόρου είτε ακόμα και μηδενικού, ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται θυγατρικές  με έδρα σε φορολογικούς παραδείσους.

Τιμή Μεταβίβασης / Μεταβιβαστική Τιμολόγηση (transfer pricing)

Μεταβιβαστική τιμολόγηση είναι η διαδικασία με την οποία τιμολογούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, το δανεισμό χρημάτων, τη χρήση πάγιου ενεργητικού (συμπεριλαμβανομένων και των άυλων περιουσιακών στοιχείων) και τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα από ένα μέλος του πολυεθνικού οργανισμού σε άλλο μέλος της ίδιας οργάνωσης.

Τιμή μεταβίβασης (transfer price) είναι η αξία που καταγράφεται στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, όταν μια επιχειρηματική μονάδα πουλάει ένα αγαθό ή προσφέρει μια υπηρεσία σε μια άλλη επιχειρηματική μονάδα της ίδιας επιχείρησης (τριγωνικές συναλλαγές).

Καθαρή Παρούσα Αξία (ΚΠΑ - net present value (NPV))

Καθαρή Παρούσα Αξία (ΚΠΑ) είναι το άθροισμα των παρουσών αξιών των εισερχόμενων και εξερχόμενων ταμειακών ροών κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου. Μετράει το πλεόνασμα ή την έλλειψη ταμειακών ροών, σε όρους παρούσας αξίας, σε σχέση με το κόστος κεφαλαίων (cost of funds) που χρησιμοποιήθηκαν για μια επένδυση.

Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (special drawing rights)

Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) είναι ένα διεθνές αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο δημιουργήθηκε από το ΔΝΤ το 1969, ως εναλλακτική μορφή των υφιστάμενων επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων των χωρών-μελών του.

Τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα δεν είναι νόμισμα και δεν έχουν φυσική παρουσία όπως το χρήμα, αλλά αποτελούν λογιστική καταχώριση και αντιπροσωπεύουν Απαίτηση για συναλλαγματικά αποθέματα νομισμάτων των χωρών-μελών του ΔΝΤ (ευρώ, ιαπωνικά γιεν, λίρες, δολάρια κτλ) με τα οποία μπορούν να ανταλλαγούν.

Κάρτα Ανάληψης Μετρητών (cash card)

Κάρτα ανάληψης μετρητών είναι μια πλαστική κάρτα η οποία προμηθεύεται από τράπεζες ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς και χρησιμοποιείται στα ΑΤΜ για την ανάληψη ή κατάθεση μετρητών σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό, την πληρωμή λογαριασμών ή την διεξαγωγή άλλου είδους τραπεζικών συναλλαγών.
 
 
 

Πιστωτικό Όριο (credit limit)

Πιστωτικό όριο είναι το μεγαλύτερο ποσό μέχρι το οποίο μπορεί να επεκταθούν οι συναλλαγές του κατόχου μιας πιστωτικής  κάρτας. Είναι το μέγιστο ποσό που ένα πιστωτικό ίδρυμα (συνήθως τράπεζα) μπορεί να παράσχει στον οφειλέτη της, και κάτοχο της πιστωτικής κάρτας, έτσι ώστε εκείνος να μπορεί να την χρησιμοποιεί.

      Παράδειγμα:
      Κάποιος έχει στην κατοχή του μία πιστωτική κάρτα η οποία έχει πιστωτικό όριο 1000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αγοράσει προϊόντα και υπηρεσίες, η συνολική αξία των οποίων, δεν πρέπει να υπερβαίνει αυτά τα 1000 ευρώ.

Πιστωτική Κάρτα (credit card)

Πιστωτική κάρτα είναι ένα μέσο πληρωμής το οποίο παρέχει στον κάτοχο της τη δυνατότητα να δανειστεί κεφάλαια τα οποία καλείται να αποπληρώσει αργότερα με κάποιο τόκο.

Ο εκδότης της κάρτας είναι συνήθως κάποιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και χρησιμοποιείται για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, ενώ  δίνει την δυνατότητα στον κάτοχο να συνεχίζει να δανείζεται μέχρι ένα συγκεκριμένο πιστωτικό όριο κάθε μήνα.

Καταθέσεις Τρεχούμενων Λογαριασμών (transactional account / current account)

Οι καταθέσεις τρεχούμενων λογαριασμών είναι καταθετικοί λογαριασμοί σε μια τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με σκοπό την γρήγορη και συχνή πρόσβαση των πελατών στα κεφάλαια τους, μέσω πολλών διαφορετικών καναλιών (υποκατάστημα, ΑΤΜ, web banking κτλ).

Οι τρεχούμενοι καταθετικοί λογαριασμοί έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους λογαριασμούς όψεως αλλά απευθύνονται σε φυσικά πρόσωπα.

Καταθέσεις Ταμιευτηρίου (savings deposit)

Καταθέσεις ταμιευτηρίου είναι είδος καταθετικού λογαριασμού με μεγάλη δημοφιλία στο ευρύ κοινό. Απευθύνονται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με σκοπό τη συλλογή των αποταμιεύσεων τους σε χαμηλής επιτοκιακής απόδοσης λογαριασμούς.

Θεωρούνται μία από τις πιο εύκολα ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, μαζί με τις καταθέσεις όψεως και τα μετρητά.

Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης του πιστωτικού υπολοίπου και δύνανται να συνδυασθούν με πάγιες εντολές για την εξόφληση διαφόρων λογαριασμών των καταθετών (λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, σταθερής/κινητής τηλεφωνίας κτλ).

Ο εκτοκισμός των καταθέσεων Ταμιευτηρίου διενεργείται συνήθως κάθε έξι μήνες, δεν επιτρέπει την έκδοση επιταγών, ενώ η ενημέρωση των καταθετών γίνεται από το βιβλιάριο καταθέσεων του Ταμιευτηρίου.

Λόγω των χαμηλών επιτοκίων, οι καταθέσεις ταμιευτηρίου συνήθως δεν προτιμώνται για μακροπρόθεσμες επενδύσεις.