Ελληνικο Λεξικο

Αγγλικο Λεξικο

Ανοικτή Πώληση (short selling)

Ανοικτή πώληση (short selling) είναι μία τεχνική που χρησιμοποιείται από τους επενδυτές με σκοπό να κερδίσουν από την πτώση των τιμών περιουσιακών στοιχείων.

Οι επενδυτές δανείζονται περιουσιακά στοιχεία που δεν κατέχουν, από άλλους επενδυτές, τα πουλάνε και σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή θα αναγκαστούν να τα αγοράσουν πάλι για να τα επιστρέψουν στο δανειστή.


Ο δανειστής δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο γιατί θα πάρει πίσω τις μετοχές του συν μία μικρή απόδοση για την διάρκεια που τις είχε δανείσει.

Ο short seller ελπίζει να κερδίσει από την πτώση των τιμών των χρεογράφων, επωφελούμενος την διαφορά στις τιμές μεταξύ ημερομηνίας αγοράς-πώλησης.

       Παράδειγμα:
       Επενδυτής δανείζεται μετοχές που δεν κατέχει, και τις πουλάει απευθείας, με την υποχρέωση να τις επιστρέψει στον δανειστή σε 6 μήνες.

  • Αν οι τιμές πέσουν, ο short seller θα έχει κέρδη ίσα με τη διαφορά μεταξύ τιμής πώλησης και τιμής επαναγοράς, μείον το κόστος συναλλαγής, την αμοιβή και την απόδοση των μερισμάτων προς τον δανειστή.
  • Αν οι τιμές αυξηθούν ο short seller μπορεί να έχει απεριόριστη ζημία.
Οι τιμές των μετοχών μπορούν να ανέβουν/πέσουν απεριόριστα αλλά ο επενδυτής είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τις μετοχές που δανείστηκε σε οποιαδήποτε τιμή μπορεί να αγοράσει.

Άρα οι απώλειες μπορεί να είναι τεράστιες, γι' αυτό το short selling είναι μία ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη τεχνική.

Κάλυψη θέσης (covering position)


Η πράξη της επαναγοράς των χρεογράφων που πωλήθηκαν ανοιχτά ονομάζεται "κάλυψη θέσης". Μία θέση short μπορεί να καλυφθεί οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την καταληκτική ημερομηνία επιστροφής.

Μόλις καλυφθεί η θέση, ο short seller δεν επηρεάζεται από ανόδους/πτώσεις των τιμών καθώς έχει στην κατοχή του τα χρεόγραφα που απαιτούνται για να αποπληρωθεί ο δανειστής.


Short selling και κρίσεις


Σε περιόδους κρίσεων ορισμένες χώρες μπορεί να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν εντελώς το short selling για να αποτρέψουν τους κερδοσκόπους να προκαλέσουν κατάρρευση των τιμών, πουλώντας μαζικά (short selling) μετοχές και επαναγοράζοντας τες σε πολύ χαμηλές τιμές, βγάζοντας τεράστια κέρδη.

O short seller αποκαλείται επίσης και "bear". Το αντίθετο του short selling είναι το selling long.