Ελληνικο Λεξικο

Αγγλικο Λεξικο

Καθαρό Μονοπώλιο (pure monopoly)

Μονοπώλιο είναι μια μορφή αγοράς στην οποία:
  • Υπάρχει μία μόνον επιχείρηση.
  • Το προϊόν θεωρείται μοναδικό και δεν έχει καλά υποκατάστατα, άρα όσοι το χρειάζονται είναι υποχρεωμένοι να το αγοράσουν από το μονοπώλιο.
  • Η επιχείρηση δεν αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από άλλες επιχειρήσεις άρα έχει πλήρη έλεγχο της τιμής του προϊόντος, την οποία μπορεί να προσδιορίζει στο ύψος που τη συμφέρει μεταβάλλοντας την ποσότητα προϊόντος που προσφέρει.
  • Υπάρχουν εμπόδια που κάνουν αδύνατη την είσοδο άλλων επιχειρήσεων στον κλάδο. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να είναι νομοθετικά, τεχνολογικά ή οικονομικά

Παρόλο που δεν αντιμετωπίζει ανταγωνισμό, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί διαφήμιση για να αυξήσει τη συνολική ζήτηση για το προϊόν της ή για την προώθηση των δημόσιων σχέσεων και τη βελτίωση της εικόνας που έχουν οι καταναλωτές γι' αυτήν, ώστε να αποφευχθούν πιέσεις προς το κράτος για περιορισμό της μονοπωλιακής δύναμης της.

       Παράδειγμα:
       Παλαιότερο παράδειγμα καθαρού μονοπωλίου ήταν ο ΟΤΕ. Η επιχείρηση αυτή ήταν φυσικό μονοπώλιο (natural monopoly) γιατί λόγω της τεχνολογίας και των συνθηκών λειτουργίας του, η ύπαρξη περισσότερων επιχειρήσεων στον ίδιο κλάδο ήταν αντιοικονομική.