Ελληνικο Λεξικο

Αγγλικο Λεξικο

Τραπεζικός Πολλαπλασιαστής (money multiplier)

Τραπεζικός πολλαπλασιαστής είναι το ποσό των χρημάτων που δύναται να δημιουργήσει το τραπεζικό σύστημα για κάθε μονάδα χρήματος μιας αρχικής κατάθεσης, και ισούται με το λόγο της μονάδας προς το ποσοστό των ρευστών διαθέσιμων:



Όταν το ποσοστό ρευστών διαθεσίμων είναι R = 20% ή 1/5, ο πολλαπλασιαστής καταθέσεων είναι 5.
Παράδειγμα:
Εάν κάποιος καταθέσει σε μια εμπορική τράπεζα (Α) 1000€ με δεδομένο ποσοστό 2% των ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να διατηρηθούν ή να κατατεθεί στην κεντρική τράπεζα, στην εμπορική τράπεζα παραμένει ένα 98% το οποίο μπορεί να δανείσει σε κάποιο ιδιώτη δηλαδή 980€.

Τα 980 μεταφέρονται σε μια άλλη εμπορική τράπεζα (Β) στο όνομα του πελάτη που τα δανείστηκε. Η Τράπεζα Β μπορεί να δανείσει το 98% των 980€, δηλαδή 960,4€, τα οποία κατατίθενται σε μια άλλη τράπεζα (Γ), η οποία θα δανείσει το ποσό των 941,2€ κ.ο.κ.


Η πολλαπλασιαστική διαδικασία συνεχίζεται και ολοκληρώνεται όταν τραπεζικό σύστημα εξαντλήσει τη βάση για δανεισμό και τότε το σύνολο των καταθέσεων φθάνει τα 5.000€, δηλαδή πενταπλάσιο της αρχικής κατάθεσης.
Ο τραπεζικός αυτός πολλαπλασιαστής ισούται με 5 και δίδεται από τη σχέση της μονάδας ως προς το ποσοστό των υποχρεωτικών καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική τράπεζα.

Για την εξασφάλιση των καταθετών και τον έλεγχο της ρευστότητας της οικονομίας, το κράτος ορίζει για τις εμπορικές τράπεζες ένα ελάχιστο ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων με τη μορφή μετρητών ή καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα.

Οι δυνατότητες των εμπορικών τραπεζών να χορηγούν δάνεια και να δημιουργούν νέες καταθέσεις εξαρτώνται από αυτό το ποσοστό και δεδομένου ότι η νομισματική βάση αποτελείται από τα διαθέσιμα των εμπορικών τραπεζών και τη νομισματική κυκλοφορία, η αυξομείωση του ποσοστού των υποχρεωτικών διαθεσίμων επηρεάζει την προσφορά χρήματος.

Τα σημαντικά αυτά ποσά ρευστών που έχουν οι εμπορικές τράπεζες τους δίνουν τη δυνατότητα δανειοδότησης, αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας και τελικά της προσφοράς χρήματος.

Αυτό σημαίνει ότι μια μείωση του ποσοστού των υποχρεωτικών διαθεσίμων αυξάνει τον πολλαπλασιαστή των καταθέσεων και την προσφορά χρήματος. Η αύξηση, συνεπώς, της προσφοράς χρήματος εξαιτίας αυτής της κατάθεσης, ισούται με το γινόμενο του τραπεζικού πολλαπλασιαστή επί την αρχική κατάθεση.

Οι κεντρικές τράπεζες, επομένως, έχουν στη διάθεση τους αυτό το μηχανισμό για να επηρεάσουν τη νομισματική κυκλοφορία και την προσφορά χρήματος.

Η πολλαπλασιαστική αυτή επίδραση των καταθέσεων εξηγεί το γεγονός ότι για κάθε νομισματική μονάδα που κυκλοφορεί, υπάρχουν περίπου 5 νομισματικές μονάδες σε μορφή τραπεζικών καταθέσεων.

Το μέγεθος του τραπεζικού πολλαπλασιαστή εξαρτάται από:
  • τον καθορισμό των ρευστών διαθεσίμων των εμπορικών τραπεζών
  • την επιθυμία των εμπορικών τραπεζών να παρακρατούν πλεόνασμα διαθεσίμων (χωρίς να τα διοχετεύουν σε δάνεια)
  • το βαθμό αξιοπιστίας των δανειοδοτούμενων
  • την πρόθεση τους να καταθέτουν σε τράπεζα όλο ή μέρος του δανείου που τους έχει χορηγηθεί