Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου παραβιάζει την παραδοσιακή χρηματοοικονομική θεωρία περί ορθολογικής επιλογής, η οποία υποθέτει ανεξαρτησία του πλαισίου αναφοράς του προβλήματος (frame independence), δηλαδή ότι η πλαισίωση του προβλήματος δεν επηρεάζει την απόφαση.
Παράδειγμα:Η παρουσίαση του προβλήματος έκανε την διαφορά. Ουσιαστικά, και στις δύο περιπτώσεις περιγράφεται το ίδιο, αλλά μία αλλαγή στην πλαισίωση του προβλήματος δημιούργησε μεταστροφή στις προτιμήσεις.
Σε ένα πείραμα ειπώθηκε στους συμμετέχοντες να υποθέσουν ότι υπάρχει μια θανατηφόρα ασθένεια που θα επηρεάσει 600 ανθρώπους, έχοντας δύο επιλογές:
Το 72% των συμμετεχόντων προτίμησε το (1) και το 28% το (2).
- 200 από τους 600 ανθρώπους θα σωθούν
- να σωθούν και οι 600 με πιθανότητα 34% ή να μην σωθεί κανείς με πιθανότητα 66%
Μετά ξαναρωτήθηκαν το εξής:
Στην δεύτερη περίπτωση το 78% των συμμετεχόντων προτίμησε το (2) και το 22% το (1).
- 400 άνθρωποι θα πεθάνουν
- δεν θα πεθάνει κανείς με πιθανότητα 34% ή θα πεθάνουν όλοι με πιθανότητα 66%
Η αρχή αυτή χρησιμοποιείται πολύ στις διαπραγματεύσεις. Για να πειστεί κάποιος να δεχτεί κάτι, πρέπει να του παρουσιαστεί το ενδεχόμενο κέρδος, ενώ για να πειστεί να απορρίψει κάτι, πρέπει να του παρουσιαστεί η πιθανή ζημία.
Το κλειδί είναι στον τρόπο που τα άτομα επεξεργάζονται ένα πρόβλημα στην προσπάθειά τους να βρουν μία λύση. Πολύ συχνά παίζει ρόλο και η συναισθηματική κατάσταση την στιγμή που έρχεται η πληροφόρηση.
Ο Shefrin θεωρεί ότι το πρόβλημα της πλαισίωσης δημιουργείται από τρεις παράγοντες:
- αποστροφή της ζημίας (loss Aversion)
- ταυτόχρονες αποφάσεις (concurrent decisions)
- ηδονική επεξεργασία (hedonic editing).