Ελληνικο Λεξικο

Αγγλικο Λεξικο

Άνεργος (unemployed)

Άνεργος είναι το άτομο που είναι διατεθειμένο να εργαστεί με την αμοιβή που επικρατεί και με τις εργασιακές συνθήκες που ισχύουν στην αγορά εργασίας σχετικά με το είδος της εργασίας που προσφέρει, αλλά δεν μπορεί να βρει απασχόληση.