Οι φόροι διακρίνονται σε:
- έμμεσους, όπου θεωρούνται αυτοί που επιβάλλονται στην εγχώρια κατανάλωση αγαθών/υπηρεσιών και στις εισαγωγές
- άμεσους, όπου θεωρούνται αυτοί που επιβάλλονται στο εισόδημα (φυσικών/νομικών προσώπων) και στην περιουσία (ακίνητη, κληρονομιών, δωρεών)
Παράδειγμα:
Ο φόρος μισθωτών ημερομισθίων αυξάνει το κόστος παραγωγής και οι φόροι περιουσίας την τιμή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι αναλογικοί, πέραν ενός ορίου μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων.
Πιο αναλυτικά, όταν η οικονομία βρίσκεται κάτω του επιπέδου πλήρους απασχόλησης τότε, όταν ο φόρος είναι αναλογικός και ο φορολογικός συντελεστής είναι πολύ υψηλός, μια μείωση του συντελεστή θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης / απασχόλησης / εισοδήματος και των φορολογικών εσόδων.
Αυτό θα συμβεί γιατί θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα και θα αποδυναμωθεί το κίνητρο για φοροδιαφυγή και δραστηριότητες της παραοικονομίας.
Το παραπάνω θα συμβεί εάν οι φορολογούμενοι θεωρούν αξιόπιστη την ασκούμενη οικονομική πολιτική σχετικά με τη μονιμότητα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών.
Εάν όχι, τότε η μείωση αυτή δεν θα έχει τα παραπάνω αποτελέσματα, γιατί οι φορολογούμενοι δεν θα αυξήσουν την κατανάλωση τους αλλά την αποταμίευση τους, επειδή προβλέπουν ότι στο εγγύς μέλλον προκειμένου να εξοφληθεί το δημόσιο χρέος, το οποίο δημιουργήθηκε όταν μειώθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές, θα προβεί το κράτος σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Οι αντιδράσεις αυτές των φορολογουμένων και του κράτους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βραχυχρόνια η δημοσιονομική πολιτική πιθανόν να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλά μακροχρόνια είναι βέβαιο ότι είναι λιγότερο αποτελεσματική από ότι αναμένεται.
Πιο αναλυτικά, όταν η οικονομία βρίσκεται κάτω του επιπέδου πλήρους απασχόλησης τότε, όταν ο φόρος είναι αναλογικός και ο φορολογικός συντελεστής είναι πολύ υψηλός, μια μείωση του συντελεστή θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης / απασχόλησης / εισοδήματος και των φορολογικών εσόδων.
Αυτό θα συμβεί γιατί θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα και θα αποδυναμωθεί το κίνητρο για φοροδιαφυγή και δραστηριότητες της παραοικονομίας.
Το παραπάνω θα συμβεί εάν οι φορολογούμενοι θεωρούν αξιόπιστη την ασκούμενη οικονομική πολιτική σχετικά με τη μονιμότητα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών.
Εάν όχι, τότε η μείωση αυτή δεν θα έχει τα παραπάνω αποτελέσματα, γιατί οι φορολογούμενοι δεν θα αυξήσουν την κατανάλωση τους αλλά την αποταμίευση τους, επειδή προβλέπουν ότι στο εγγύς μέλλον προκειμένου να εξοφληθεί το δημόσιο χρέος, το οποίο δημιουργήθηκε όταν μειώθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές, θα προβεί το κράτος σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Οι αντιδράσεις αυτές των φορολογουμένων και του κράτους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βραχυχρόνια η δημοσιονομική πολιτική πιθανόν να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλά μακροχρόνια είναι βέβαιο ότι είναι λιγότερο αποτελεσματική από ότι αναμένεται.