Τα πιστοποιητικά καταθέσεων συνιστούν μια ιδιαίτερη μορφή προθεσμιακής κατάθεσης, τα οποία εκδίδονται για μια συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς, επί ενός συγκεκριμένου ποσού και με ορισμένο επιτόκιο, ενώ αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη δευτερογενή αγορά χρήματος.
Το επιτόκιο έκδοσης μπορεί να είναι σταθερό ή κυμαινόμενο, οπότε στη δεύτερη περίπτωση προσδιορίζεται μερικές μέρες πριν την έναρξη της κάθε τοκοφόρου περιόδου.
Παράδειγμα:Η διάρκεια των πιστοποιητικών καταθέσεων είναι συνήθως μέχρι 12 μήνες, αλλά υπάρχουν και τίτλοι μεγαλύτερης διάρκειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν τοκομερίδια και ο κάτοχος λαμβάνει στη λήξη το συνολικό κεφάλαιο συν τους τόκους.
Ένας πελάτης καταθέτει με προθεσμία ένα ποσό σε μία τράπεζα και η κατάθεση διατηρείται στην τράπεζα μέχρι τη λήξη οπότε ο πελάτης λαμβάνει την κατάθεση συν τον τόκο.
Στην περίπτωση όμως μακροχρόνιων πιστοποιητικών καταθέσεων δίδονται τοκομερίδια ανά τακτά χρονικά διαστήματα (για παράδειγμα ανά εξάμηνο).
Ουσιαστικά, τα πιστοποιητικά καταθέσεων συνιστούν μηχανισμό απαλλαγής του Ισολογισμού των τραπεζών από το στοιχείο των Υποχρεώσεων με ταυτόχρονη διασφάλιση της αναγκαίας για αυτές ρευστότητας.
Η τιμή διαπραγμάτευσης των πιστοποιητικών καταθέσεων στη δευτερογενή αγορά αναφέρεται σε σχέση με την απόδοση στη λήξη (yield to maturity).
Παράδειγμα:
Μια αγοραία τιμή 8% σημαίνει ότι το αντίστοιχο πιστοποιητικό κατάθεσης έχει τιμολογηθεί για να αποφέρει στον κάτοχό του, εάν διατηρηθεί από την ημερομηνία αγοράς μέχρι την ημερομηνία λήξης του, 8% σε ετήσια βάση.