Ελληνικο Λεξικο

Αγγλικο Λεξικο

Χρήμα (money)

Χρήμα είναι το σύνολο των οικονομικών αξιών που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και την αποπληρωμή δανείων.

Οποιαδήποτε μορφή και αν έχει ένα ανταλλακτικό μέσο, αν γίνεται δεκτό από όλα τα μέλη μιας κοινωνίας σε αντάλλαγμα οποιουδήποτε αγαθού, παίζει το ρόλο του χρήματος.

Συνήθως το χρήμα είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και μεταφερτό, ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες καθορίζεται από το κράτος ως υποχρεωτικά δεκτό για την εξόφληση οφειλών και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την διεξαγωγή των συναλλαγών.

Λειτουργίες του χρήματος


Το χρήμα επιτελεί τρεις ρόλους στην οικονομία
  • Μέσο συναλλαγής, όπου θεωρείται οτιδήποτε γίνεται άμεσα αποδεκτό σαν πληρωμή
  • Μονάδα μέτρησης, γιατί σαν μονάδα συναλλαγής το χρήμα χρησιμοποιείται για την κατάδειξη τιμών και την καταγραφή χρεών
  • Μέσο αποθησαυρισμού, γιατί σαν αποθηκευτής αξιών χρησιμοποιείται για την διατήρηση πλούτου και για τη μεταφορά αγοραστικής δυνατότητας από το παρόν στο μέλλον

Είδη χρήματος


1) Αγαθά ως χρήμα

Ένα αγαθό με εγγενή (πραγματική) αξία χρησιμοποιείται ως μέσο συναλλαγής.
Παράδειγμα:
χρυσός, ασήμι, λάδι, αλάτι, τσιγάρα
2) Χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας ή παραστατικό χρήμα (fiat money)

Τα αγαθά που χρησιμοποιούνται σαν χρήμα με κυβερνητική απόφαση.
Παράδειγμα:
Τα χαρτονομίσματα που δεν έχουν εγγενή αξία. Επίσης τα κέρματα και οι καταθέσεις όψεως.